Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο 5ο μονοθεματικό τεύχος του περιοδικού Φωτογράφος ("Χρώμα & Φωτογραφία"), τον Απρίλιο του 2014.note to english readers: this is an article about William Eggleston, Stephen Shore, and their contribution to color photography. You can use google translate to read it.
William Eggleston: Ο μεγάλος πρωτοπόρος του χρώματος
Μάιος 1976. Ο William Eggleston κάνει την πρώτη ατομική του έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (MoMA) της Νέας Υόρκης. Οι New York Times την ανακηρύσσουν ως την «...πιο μισητή έκθεση της χρονιάς». Ο Hilton Kramer, γνωστός κριτικός τέχνης της εποχής, τη σχολιάζει: «Ίσως να μην ήταν απόλυτα κακή… αλλά απόλυτα βαρετή ήταν σίγουρα!». Συνεχίζει λέγοντας ότι «πρόκειται για θλιβερές φιγούρες που κατοικούν σε ένα συνηθισμένο κόσμο ελάχιστης οπτικής αξίας». Το σοκ που επεφύλασσε το MoMA στον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής ήταν τόσο μεγάλο και οι φωτογραφίες του Eggleston τόσο διαφορετικές από οτιδήποτε είχαν συνηθίσει να βλέπουν μέχρι τότε. Ταυτόχρονα όμως, η παρουσίαση του Eggleston από ένα τόσο σημαντικό ίδρυμα τέχνης επέτρεψε, εν μια νυκτί, τη «νομιμοποίηση» του χρώματος στη φωτογραφία, ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης.
Ας γυρίσουμε πάλι στο παρόν, στον κόσμο της ολοένα αυξανόμενης φωτογραφικής κοινότητας, και συγκεκριμένα σε ένα χώρο φωτογραφικών σεμιναρίων που πραγματεύεται την πρόοδο της φωτογραφίας μέσα από την ιστορική της συνέχεια. Οι συμμετέχοντες στο σεμινάριο έχουν ξεκινήσει και «μαθαίνουν» τη θεωρία της φωτογραφικής σύνθεσης από τους φωτογράφους του 19ου αιώνα, και προχωράνε σιγά σιγά ανά τις δεκαετίες, σχολιάζοντας πως ο ένας φωτογράφος χτίζει πάνω στον άλλον, πως εξελίσσεται η φόρμα και η αισθητική. Και μετά έρχεται η ώρα της έγχρωμης φωτογραφίας, η ώρα του William Eggleston. Η πρώτη αντίδραση όλων είναι «τι μπούρδες βλέπουμε τώρα, γιατί μας το δείχνει αυτό;». Γυρίζουν τα κεφάλια γεμάτα απορία στον εισηγητή, ο οποίος κουβαλάει το βαρύ φορτίο να πρέπει να εξηγήσει, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, γιατί ο Eggleston είναι πιθανώς ο πιο σημαντικός φωτογράφος των τελευταίων πενήντα ετών.
Μέχρι τον Eggleston, το χρώμα στη φωτογραφία σηματοδοτούσε το φθηνό, το εμπορικό, το μπανάλ. Έγχρωμα φιλμ χρησιμοποιούσαν οι καθημερινοί άνθρωποι για να καταγράψουν τη ζωή τους, χρώμα χρησιμοποιούσαν οι εμπορικοί φωτογράφοι και οι διαφημιστές για να πουλήσουν το προϊόν τους. Η καλλιτεχνική φωτογραφική κοινότητα στεκόταν παγερά αδιάφορη απέναντι στο έγχρωμο φιλμ, υποστηρίζοντας ότι μέσω μιας τόσο απόλυτης αναπαραγωγής της πραγματικότητας, δεν γίνεται να παραχθεί τέχνη. Οι φωτογράφοι (αλλά και το κοινό) της εποχής είχαν συνηθίσει να θεωρούν το ασπρόμαυρο ως τη μοναδική φωτογραφική μορφή έκφρασης, αφού αφαιρούσε την καθημερινότητα του χρώματος, απλοποιώντας ταυτόχρονα την εικόνα, και επέτρεπε την προσήλωση στη σύνθεση. Οι περισσότεροι φωτογράφοι που προσπαθούσαν να ενσωματώσουν το χρώμα στις φωτογραφίες τους, συνήθως κατάφερναν απλά να δημιουργήσουν ...ασπρόμαυρες φωτογραφίες με χρώμα.
Ο Eggleston, έχοντας δουλέψει ελάχιστα σε ασπρόμαυρο, προσέγγισε το χρώμα όχι ως ένα έξτρα στοιχείο που έπρεπε να υποταχθεί στην ολική σύνθεση της εικόνας, αλλά ως το κυρίαρχο στοιχείο της εικόνας. Το κύριο θέμα στις φωτογραφίες του Eggleston είναι το χρώμα, και αναδεικνύεται ακριβώς διότι οι σκηνές που επιλέγει να φωτογραφίσει είναι απλές, καθημερινές, μπανάλ. Την ίδια στιγμή, αυτές οι καθημερινές σκηνές, φωτογραφημένες συστηματικά και με ιδιαίτερη προσοχή στη χρωματική παλέτα, περιγράφουν τόσο πεζά τον βρώμικο ρεαλισμό της Αμερικάνικης μικροαστικής κοινωνίας εκείνης της εποχής, που καταφέρνουν και ξεπερνάνε τα στενά πλαίσια της αναμνηστικής φωτογραφίας.
Εν αντιθέσει με τους φωτογράφους της εποχής του, τα φωτογραφικά σύνολα του Eggleston δεν πραγματεύονται κάποιο συγκεκριμένο θέμα, δεν ακολουθούν κάποια ομάδα ανθρώπων, δεν καταγράφουν μια μικροκοινωνία. Οι φωτογραφίες του Eggleston είναι κάτι σαν προσωπικό ημερολόγιο, και ως τούτο, εκμηδενίζουν τις αποστάσεις μεταξύ σημαντικών και ασήμαντων θεμάτων. Ο Eggleston στην πραγματικότητα φωτογραφίζει την καθημερινότητα της ζωής του: τους συγγενείς του, τους χώρους στους οποίους κινείται, ένα τρίκυκλο, προσόψεις σπιτιών, ένα καταψύκτη γεμάτο με χαρακτηριστικά instant γεύματα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα, μια λάμπα σε ένα ολοκόκκινο δωμάτιο, καλοντυμένες κυρίες στους δρόμους, μεσήλικες, τραπέζια στρωμένα για φαγητό, ντουζιέρες, αντλίες βενζίνης, άδειους δρόμους, το πρωινό του σε κάποιο diner στις ερημιές του Αμερικάνικου Νότου. Καταστάσεις οι οποίες υπό άλλες συνθήκες θα είχαν αυστηρά ιδιωτικό χαρακτήρα, εδώ παρουσιάζονται με ένα παγωμένο, σοβαρό και κλινικό ύφος. Είναι, όπως είπε και ο John Szarkowski, σαν πειστήρια σε δικαστήριο.
Ο ίδιος ο Eggleston αναφέρει αργότερα στο «Δημοκρατικό Δάσος» πως η φωτογραφική συμπεριφορά του είναι απόλυτα δημοκρατική. Θεωρεί πως φωτογραφία μπορεί να είναι οτιδήποτε, και ότι μια φωτογραφία δεν έχει ανάγκη να έχει κάποιο προφανές, ευδιάκριτο και σημαντικό θέμα. Στο ίδιο πλαίσιο είπε και το - διάσημο πλέον - «είμαι σε πόλεμο με το προφανές». Το συγκεκριμένο απόφθεγμα συνεχίζει να χαρακτηρίζει (πιθανώς άδικα, δεδομένης της εύκολης παρερμήνευσής του) τους κύριους εκφραστές της έγχρωμης καλλιτεχνικής φωτογραφίας μέχρι και τις μέρες μας.
Ο Stephen Shore και οι New Topographers
Οι δεκαετίες του ’50 και του ‘60 είναι μια σημαντική εποχή για τις τέχνες και την κοινωνία στην Αμερική, με τους baby boomers και τη σημαντική αύξηση του βιοτικού επιπέδου, τον Andy Warhol και την pop art, το rock’n’roll, τους beatnik συγγραφείς, το κίνημα των χίπις. Η φωτογραφία δεν μένει πίσω στις εξελίξεις αυτές, με τον Gary Winogrand, τον Lee Friedlander, τον Bruce Davidson, την Diane Arbus, τον Joel Meyerowitz και άλλους, να καταγράφουν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο τη ζωή στις μεγαλουπόλεις.
Την ίδια εποχή, μια σειρά από φωτογράφοι πατάνε στα βήματα του Walker Evans, και φωτογραφίζουν την αμερικάνικη επαρχία. Η προσέγγισή τους είναι επιτηδευμένα «τοπογραφική» και παγερή, χωρίς προσπάθεια για καλλιτεχνία ή αποτύπωση συναισθήματος. Οι εικόνες που παράγονται είναι γεμάτες οπτική πληροφορία αλλά δεν εκφέρουν άποψη για τον κόσμο, ούτε αναδεικνύουν κάποιο θέμα. Η επιτομή του συγκεκριμένου στυλ έρχεται με μια έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA) της Νέας Υόρκης, το 1975, ονόματι «New Topographics: Photographs of a Man-Altered Landscape». Από τους δέκα φωτογράφους που συμμετέχουν στην έκθεση, μόνο ένας φωτογραφίζει σε χρώμα. Αυτός είναι ο Stephen Shore. Η έκθεση επηρεάζει σημαντικά τη φωτογραφία τοπίου και, με την εμφάνιση του «έγχρωμου» William Eggleston ένα χρόνο μετά και την αποδοχή του χρώματος στην καλλιτεχνική φωτογραφία, ο Stephen Shore εξελίσσεται σε ένα από τους πιο σημαντικούς φωτογράφους της εποχής του.
Η πρώτη επαφή του Stephen Shore με το χρώμα στηρίζεται πάνω στην αισθητική του snapshot. Εμφανώς επηρεασμένος από τη φιλία του με τον William Eggleston, και εντυπωσιασμένος από την αμερικάνικη επαρχία, αποφασίζει το 1972 να κάνει ένα road trip και να καταγράψει ενδελεχώς τα αστικά τοπία, τη ζωή στις επαρχιακές κωμοπόλεις αλλά και την ίδια του την καθημερινότητα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Χρησιμοποιεί αποκλειστικά μια point-and-shoot μηχανή με 35mm έγχρωμο φιλμ και η συμπεριφορά του είναι «τουριστική», αφού παραδέχεται και ο ίδιος ότι «φωτογράφιζα σχεδόν κάθε γεύμα που έτρωγα, κάθε άνθρωπο που συναντούσα, κάθε σερβιτόρο ή σερβιτόρα που με σέρβιρε, κάθε κρεβάτι στο οποίο κοιμόμουνα, κάθε τουαλέτα. Επίσης όμως, φωτογράφιζα δρόμους στους οποίους οδηγούσα, κτίρια που έβλεπα. Απλά πάρκαρα το αυτοκίνητο και έλεγα οκέυ, να μια εικόνα που θέλω...». Ονομάζει το συγκεκριμένο project American Surfaces, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη, το προβάλλει σε έκθεση αλλά παίρνει αρνητικές κριτικές. Πεπεισμένος ότι σημαντικό ρόλο στις αρνητικές κριτικές έπαιξε η χαμηλή ποιότητα των τυπωμάτων, ξεκινάει εκ νέου το road trip αλλά αυτή τη φορά αποφασίζει να δουλέψει με μηχανή μεγάλου φορμά.
Η αλλαγή του εξοπλισμού τον αναγκάζει να χρησιμοποιεί τρίποδο και να στήνει προσεκτικά τα κάδρα του. Μέσα από αυτή τη διαδικασία χάνει την ταχύτητα και την αισθητική του snapshot, αλλά αποκτάει μια καινούργια οπτική προσέγγιση. Οι φωτογραφίες του τώρα είναι μακρινές, κρατάνε μια απόσταση από τον κόσμο, σαν εικόνες που βλέπει ένας συνοδηγός μέσα από το τζάμι του αυτοκίνητου σε ένα μεγάλο ταξίδι. Πλέον οι συνθέσεις του δεν στηρίζονται σε κάποιο κεντρικό θέμα, αλλά δημιουργούν φωτογραφικές σκηνές με μεγάλη λεπτομέρεια και αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία λειτουργούν αρμονικά μεταξύ τους.
Το ταξίδι του διαρκεί μια δεκαετία. Το 1982 κυκλοφορεί το βιβλίο Uncommon Places, το οποίο τοποθετεί τον Shore στο πάνθεον της φωτογραφίας. Η ύπαρξη του χρώματος στις εικόνες του είναι φυσική συνέχεια των σκηνών που καταγράφει. Ο Stephen Shore δεν «κυνηγάει» το χρώμα, ούτε επιλέγει συγκεκριμένες συνθέσεις ώστε να αναδείξει την ύπαρξή του. Οι φωτογραφίες του αποτυπώνουν τον αληθινό και άκρως φυσιολογικό κόσμο, από τη θέση ενός μακρινού παρατηρητή ή ενός περαστικού, αποφεύγοντας τα κοινωνικά σχόλια. Παγωμένες, αποστασιοποιημένες από γεγονότα και στιγμές, και ενίοτε λυρικές, χρησιμοποιούν το χρώμα σαν «άγκυρα». Το χρώμα φροντίζει να κρατήσει τις εικόνες αυτές προσγειωμένες, προσδίδοντας τους μια αίσθηση καθημερινότητας και προσκαλώντας τον θεατή να τις εξερευνήσει σα να είναι απλά μια πραγματικότητα.
Το Uncommon Places του Stephen Shore παραμένει βίβλος της έγχρωμης φωτογραφίας αφού, παρέα με τις δουλειές του William Eggleston, κατάφερε να νομιμοποιήσει την έγχρωμη φωτογραφία ως έργο τέχνης. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι επέτρεψε στο έγχρωμο μεγάλο φορμά να περάσει από την εμπορική εκμετάλλευση στην τέχνη, φέρνοντας μαζί και χαρακτηριστικά όπως η αποστασιοποιημένη προσέγγιση, η έμφαση στη λεπτομέρεια και η ψυχρή καταγραφή της πραγματικότητας. Έτσι, έστρωσε το δρόμο για την αλματώδη αύξηση της «νεο-τοπογραφίας» και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό μεταγενέστερους φωτογράφους όπως ο Joel Sternfeld, o Andreas Gursky, ο Alec Soth και αρκετούς άλλους.