Πρόλογος
Το καλοκαίρι του 2013, στο πλαίσιο της συνεργασίας μου με το περιοδικό Φωτογράφος, έγραψα ένα οδηγό αγοράς για αναλογικό εξοπλισμό, με άξονα την εγχώρια αλλά και τη διαδικτυακή αγορά. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε, σε συμπτυγμένη μορφή, στο 4ο μονοθεματικό τεύχος του περιοδικού ("Ασπρόμαυρη Φωτογραφία") τον Σεπτέμβριο του 2013. Αποφάσισα να το εμπλουτίσω και να το δημοσιεύσω και στο blog, χωρισμένο σε ενότητες.
Η πρώτη ενότητα ασχολείται μόνο με τις μηχανές για 35mm φιλμ.
Η δεύτερη ενότητα (αυτό το blog post δηλαδή) ασχολείται με μεσαίο φορμά.
Ενδέχεται να υπάρξουν parts III, IV & V, περί μεγάλου φορμά, polaroid, holga, κλπ.
note to english readers: this is a discussion on currently available analog equipment, bargains, good buys, what to look for, where to look for it in Greece and abroad. It was published in Fotografos ("Photographer") Magazine in September 2013. There is an abundance of such articles written in english, so I will not be translating it.
Εισαγωγή
Όταν αναφερόμαστε σε φιλμ συνήθως εννοούμε το μικρό φορμά, το γνωστό μας «135άρι» (ή «35άρι»). Η πλειονότητα των ανθρώπων που έπιασε στα χέρια του μια φωτογραφική μηχανή πριν την έλευση του ψηφιακού, είναι εξοικιωμένη με το μεταλλικό καρούλι και τη μακρόστενη λωρίδα φιλμ που φιλοξενούσε μέσα του. Πέρα από το πανταχού παρόν 35mm, όμως, υπάρχουν και άλλα μεγέθη φιλμ: το μεσαίο φορμά (που θα αναλύσουμε παρακάτω) και το μεγάλο φορμά (που αποτελείται από διάφορα «περίεργα» μεγέθη φιλμ: 10x12.5cm, 13x18cm, 20x25cm, κλπ). Το 135άρι λόγω ευκολίας χρήσης κυριάρχησε στην καταναλωτική αγορά από την δεκαετία του '60 και μετά, αλλά στην επαγγελματική αγορά (πλην φωτορεπορτάζ) τα άλλα φορμά συνέχιζαν να έχουν την πρωτοκαθεδρία. Ο λόγος είναι πολύ απλός και ταυτόχρονα πολύ σημαντικός: το μεσαίο και το μεγάλο φορμά προσέφεραν μεγαλύτερο μέγεθος αρνητικού, αυξάνοντας την ποιότητα της εικόνας και διευκολύνοντας διαδικασίες όπως το post-processing (ναι, υπήρχε και τότε), το crop και τη μέγιστη δυνατή μεγέθυνση.
Όλα τα φωτογραφικά στούντιο της αναλογικής εποχής ήταν στημένα με μηχανές μεσαίου και μεγάλου φορμά (το μεγάλο φορμά θα το συζητήσουμε σε επόμενο άρθρο). Η διαφημιστική φωτογραφία, η μόδα, το πορτραίτο, η φωτογραφία τοπίου, ακόμα και οι γάμοι και οι βαφτίσεις, όλες αυτές οι κατηγορίες εμπορικής φωτογραφίας είχανε σαν δεδομένο standard το μεσαίο φορμά. Οποιοσδήποτε χρειαζόταν να κάνει καλές εκτυπώσεις, με έμφαση στην λεπτομέρεια ή σε μεγέθη μεγαλύτερα του 24x36cm, κατέληγε στο μεσαίο φορμά.
...και στις αρχές του 21ου αιώνα εμφανίστηκε το ψηφιακό μέσο. Ήταν γρήγορο, σχετικά φτηνό (οι μηχανές μεσαίου φορμά ήταν πολύ ακριβές τότε), εύκολο (ειδικά στην μετέπειτα επεξεργασία εικόνας, κάτι που πάντα ενδιέφερε τον κλάδο της εμπορικής φωτογραφίας) και με τα χρόνια έφτασε να δίνει εικόνες πολύ υψηλής ανάλυσης. Έτσι, όλοι οι επαγγελματίες μετακινήθηκαν σε ψηφιακές μηχανές («φθηνές» APS-C / Full Frame ή πανάκριβες ψηφιακές μεσαίου φορμά) και δεκάδες πολύ αξιόλογες μηχανές μεσαίου φορμά βρέθηκαν στην αγορά σε δελεαστικές τιμές. Η απόκτηση μιας τέτοιας μηχανής ανοίγει στον φωτογράφο πολλά νέα μονοπάτια, αφού η σχεδίαση, η λογική και το αποτέλεσμα που δίνουν είναι αρκετά διαφορετικά από το μικρό φορμά. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Τι είναι το μεσαίο φορμά
Ως μεσαίο φορμά ονομάζουμε το φιλμ-ρολό, που επισήμως λέγεται «φορμά 120». Πρόκειται για μια λωρίδα (ρολό) φιλμ, πλάτους 6 εκατοστών και μήκους περίπου 80 εκατοστά, τυλιγμένη μαζί μια λωρίδα χαρτί αντίστοιχου μεγέθους γύρω από ένα απλό καρούλι. Το μέγεθος ενός καρέ και οι διαθέσιμες πόζες εξαρτώνται από τη μηχανή στην οποία χρησιμοποιείται το φιλμ, με τα πιο συνηθισμένα μεγέθη να είναι το 6x4.5 (56x41.5mm – 16 καρέ), 6x6 (56x56mm – 12 καρέ), 6x7 (56x70mm – 10 καρέ), 6x9 (56x84mm – 8 καρέ). Από τη σύγκριση του μεγέθους των δύο φιλμ, είναι φανερό ότι ένα καρέ μεσαίου φορμά (ας πούμε 6x6) έχει τέσσερεις φορές την επιφάνεια ενός καρέ μικρού φορμά.
Για να κάνουμε μια παραβολή με τη σύγχρονη εποχή, τα τεχνικά πλεονεκτήματα της κατά πολύ μεγαλύτερης επιφάνειας φιλμ είναι αντίστοιχα με αυτά που θα νιώσει κάποιος κατά την μετάβαση από μια compact (με αισθητήρα, ας πούμε, μεγέθους 2/3 της ίντσας, ή μιας ίντσας) σε μια φτηνή dSLR (με APS-C αισθητήρα), αφού ισχύει ο ίδιος κανόνας: όσο μεγαλώνει η φωτοευαίσθητη επιφάνεια καταγραφής εικόνας, τόσο αυξάνονται η ευκρίνεια, η οξύτητα, το δυναμικό εύρος και η τονικότητα της εικόνας. Ένα καρέ μεσαίου φορμά κατάγραφει την ίδια σκηνή με περισσότερη λεπτομέρεια & ανάλυση, και με μεγαλύτερο δυναμικό εύρος & τονικότητα απ'ότι θα την καταγράψει ένα καρέ 35mm φιλμ. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι οι ψηφιακοί αισθητήρες πλέον έχουν φτάσει (και πιθανώς έχουν ξεπεράσει) το μεσαίο φορμά στα συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά. Δεν έχουμε σκοπό, όμως, να κάνουμε τεχνική/τεχνολογική σύγκριση αναλογικού και ψηφιακού μέσου. Εξάλλου, όταν μεγαλώνει η επιφάνεια καταγραφής, υπάρχουν και αισθητικές διαφορές που επηρεάζουν την εικόνα.
Τα αισθητικά πλεονεκτήματα του μεσαίου φορμά πηγάζουν από τα μεγαλύτερα εστιακά μήκη που χρησιμοποιούνται για τις γωνίες θέασης (angles of view), σε σχέση με τα εστιακά μήκη του 35mm. Αυτή είναι ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει στο τελικό αποτέλεσμα, αφού για ένα κάδρο στο μεσαίο φορμά χρησιμοποιείται από 25% μέχρι 100+% μεγαλύτερο εστιακό μήκος, και άρα αλλάζει η προοπτική της καταγραφόμενης εικόνας, τονίζεται περισσότερο η αίσθηση του βάθους και μειώνεται δραματικά το βάθος πεδίου, σε σύγκριση με ένα αντίστοιχο κάδρο τραβηγμένο με 35mm φιλμ.
Το εστιακό μήκος στις μηχανές μεσαίου φορμά είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία από αυτή που έχουμε συνηθίσει στις μικρές μηχανές. Η αύξηση της επιφάνειας του φιλμ σημαίνει ότι ταυτόχρονα μεγαλώνει και το εστιακό μήκος που χρειάζεται για να καταγράψει μια σκηνή με την ίδια γωνία θέασης (angle of view). Επίσης, κάθε διαφορετικό υπό-φορμά μέσα στο μεσαίο φορμά (6x4.5, 6x6, 6x7, 6x9) χρησιμοποιεί ελαφρώς διαφορετικά το ίδιο εστιακό μήκος. Για παράδειγμα, το 50mm που στο μικρό φορμά θεωρείται «κανονικό» εστιακό μήκος, στο 6x6 αντιστοιχεί σε ευρυγώνιο και στο 6x9 σε υπερευρυγώνιο. Για να τραβήξει κάποιος το ίδιο κάδρο που θα τράβαγε με τον κλασσικό 50άρη φακό σε 35άρι φιλμ (ή μια Full Frame ψηφιακή), στο 6x4.5 θα πρέπει να χρησιμοποιήσει φακό 75mm, στο 6x6 80mm και στο 6x7 100mm.
Τα μειονέκτηματα του μεσαίου φορμά είναι ότι οι μηχανές έχουν πολύ λιγότερους (ή και κανέναν!) αυτοματισμούς, έχουν διαφορετική σχεδίαση (πιο δύσκολη προσαρμογή ενός νέου χρήστη), ενώ είναι πολύ πιο βαριές και ογκώδεις από τις μηχανές του μικρού φορμά. Ειδικά όσο μεγαλώνει το μέγεθος του καρέ, εκεί προς το 6x7 και το 6x8 (δεν το αναφέραμε αρχικά διότι είναι πολύ σπάνιο), οι μηχανές γίνονται απελπιστικά μεγάλες και το βάρος τους τις καθιστά ιδανικό χόμπυ για γυμναστική (ενα σετ Mamiya RB67 φτάνει τα 3 κιλά και η υπέροχη Fuji GX680 ζυγίζει περισσότερο από 4 κιλά) . Τέλος, τα περισσότερα καρέ που μπορεί να τραβήξει κάποιος σε ένα 120άρι φιλμ είναι 16 (αν τραβάει 6x4.5), που σίγουρα είναι λίγα σε σύγκριση με τα 36 καρέ ενός 35mm φιλμ. Επίσης, υπάρχουν λιγότερα φωτογραφικά εργαστήρια στην Ελλάδα που εμφανίζουν φιλμ μεσαίου φορμά, και λιγότερα σημεία πώλησης φιλμ μεσαίου φορμά, αφού η εγχώρια καταναλωτική αγορά ήταν στηριγμένη εξ ολοκλήρου στο 35mm φιλμ.
Ας δούμε όμως τι γίνεται με τις μηχανές μεσαίου φορμά. Δεδομένου ότι το μεσαίο φορμά υπάρχει από το 1901, οι επιλογές στους τύπους μηχανών είναι περισσότερες, και τα brand names (εκ των οποίων πολλά είναι ανενεργά πλέον) δεκάδες. Θα σταθούμε στις φυσουνάτες (bellows cameras), τις TLR, τις SLR και τις τηλεμετρικές, και θα αναφερθούμε στις πιο δημοφιλείς και «εύκολες» επιλογές.
Bellows camera (μηχανή με φυσούνα)
Μια εύκολη και φτηνή εισαγωγή στο μεσαίο φορμά είναι οι μηχανές με φυσούνα, που ήταν η πρώτη σχεδίαση μηχανών μεσαίου φορμά, στηριγμένη στις τεράστιες view cameras μεγάλου φορμά (οι οποίες σηματοδότησαν την απαρχή της φωτογραφίας και συνεχίζουν να μας συντροφεύουν ως σήμερα). Πρόκειται πρακτικά για το σώμα, μια φυσούνα που μαζεύεται μέσα στο σώμα όταν κλείνει η μηχανή, και ένα σταθερό φακό στην άκρη της φυσούνας. Ο φωτογράφος βλέπει την εικόνα μέσα από εξωτερικό σκόπευτρο, εστιάζει από διαφορετικό εξωτερικό τηλέμετρο (αν υπάρχει) και μετά μεταφέρει την απόσταση εστίασης από το τηλέμετρο στο φακό. Οι ρυθμίσεις διαφράγματος και ταχύτητας γίνονται απευθείας πάνω στον φακό και ο διακόπτης απελευθέρωσης κλείστρου συνήθως χρειάζεται ντεκλανσέρ. Φωτόμετρο εννοείται ότι δεν υπάρχει. Κάποιες ακριβές bellows cameras είχαν ενσωματωμένο τηλέμετρο, ενώ πρόσφατα η Voigtlander κυκλοφόρησε μια καινούρια bellows κάμερα, την Bessa III 667, με όλα τα καλούδια αλλά και αντίστοιχη τιμή.
Οι μηχανές με φυσούνα μεσουράνησαν από το 1900 μέχρι το το 1940, μερικές έχουν εξαιρετικούς φακούς (όλοι σχεδόν είναι 75-105mm, δηλαδή κανονικό εστιακό μήκος για το μεσαίο φορμά), και είναι πολύ εύκολο κάποιος να βρει μη συνηθισμένα μεγέθη καρέ, όπως το 6x9. Τα πλεονεκτήματά τους είναι ότι «μαζεύουν» σε ένα πολύ μικρό μέγεθος και άρα μεταφέρονται εύκολα, είναι ελαφριές, αθόρυβες και απλές στη χρήση, ενώ πρακτικά δεν χαλάνε ποτέ. Τα μειονεκτήματά τους είναι ότι δεν έχουν κανένα αυτοματισμό ή «υποβοήθημα» για το νέο χρήστη: δεν έχουν φωτόμετρο και η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν έχει ούτε τηλέμετρο. Έτσι, χρειάζονται εξωτερικό φωτόμετρο και δεν ενδείκνυνται για πορτραίτα ή για άλλες καταστάσεις όπου η σωστή εστίαση είναι critical, το διάφραγμα πολύ ανοιχτό και το βάθος πεδίου πολύ μικρό. Είναι ιδανικές για τοπία, και για σκηνές με άπλετο φως που επιτρέπουν κλειστά διαφράγματα και επιλογή υπερεστιακής απόστασης.
Όσον αφορά την τιμή τους, ξεκινάνε από 10 ευρώ για τις πολύ απλές και παλιές μηχανές (μια Agfa Isolette, πχ) μέχρι 50 και 100 για καλύτερα οπτικά (μια Zeiss Ikon Nettar) και αρκετά παραπάνω για τις λίγες περιπτώσεις που είχαν ενσωματωμένο τηλέμετρο. Δεδομένου του πλήθους των μηχανών εκείνης της εποχής, θα ήταν δύσκολο να προτείνουμε κάποια συγκεκριμένα μοντέλα. Αντ’αυτού, μερικά tips: η φυσούνα να είναι ελεγμένη και σε καλή κατάσταση, ο φακός να δουλεύει σε όλες τις ταχύτητες, η μηχανή να μην είναι ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη, το μέγεθος του φιλμ να είναι γραμμένο ξεκάθαρα πως είναι 120 (και όχι 620 ή 127). Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι μηχανές κατασκευάστηκαν πριν ένα αιώνα και πιθανώς πέρασαν τα τελευταία 40 χρόνια σε κάποια ντουλάπα, οπότε είναι σημαντικό να είναι ελεγμένες ότι λειτουργούν κανονικά.
TLR (Twin Lens Reflex - Διοπτικές)
Το επόμενο βήμα στην ιστορία του μεσαίου φορμά μετά τις bellows cameras ήταν οι Twin-Lens-Reflex, ή διοπτικές μηχανές. Οι διοπτικές μηχανές έχουν δύο φακούς, τοποθετημένους σε διάταξη «8». Ο πάνω φακός περνάει την εικόνα του σε ένα καθρέπτη και από εκεί στο θαμπόγυαλο, απ’όπου ο φωτογράφος εστιάζει και καδράρει, ενώ ο κάτω φακός αποτυπώνει την εικόνα στο φιλμ. Η ιδιαιτερότητα των TLR είναι ότι ο φωτογράφος βλέπει την εικόνα στο θαμπόγυαλο ανάποδα - δημιουργείται μια αίσθηση αποπροσανατολισμού στην αρχή - ενώ ταυτόχρονα κρατάει τη μηχανή στο ύψος της μέσης. Η εργονομία αυτή μπορεί να είναι περίεργη στην αρχή, αλλά είναι κάτι που εύκολα συνηθίζεται, ενώ βοηθάει και τον φωτογράφο να συγκεντρωθεί περισσότερο στο θέμα του και επίσης να γίνει περισσότερο αόρατος – ένας άνθρωπος που κοιτάζει προς τα κάτω μέσα σ’ένα κουτί γίνεται λιγότερο αντιληπτός από έναν άνθρωπο που σηκώνει μια μηχανή στο μάτι του.
Οι διοπτικές μηχανές είναι όλες 6x6 (12 καρέ), και σχεδόν όλες έχουν 75-80mm φακό. Κυριάρχησαν στην αγορά από το 1930 και για πολλά χρόνια, και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται αρκετές δεκαετίες – o Helmut Newton, πχ, συνήθιζε να τραβάει με μια Rolleiflex, όπως και η Diane Arbus. Το μεγάλο τους ατού είναι το (σε σχέση με τις SLR) μικρό μέγεθος και βάρος, η αθόρυβη λειτουργία τους, η δυνατότητα χρήσης χαμηλών ταχυτήτων χωρίς τρίποδο, και η πολύ καλή ποιότητα φακών (για την τιμή τους). Τα βασικά τους μειονεκτήματα είναι ότι δεν αλλάζουν φακούς (με φωτεινή εξαίρεση τις Mamiya C) και ότι σε κοντινές αποστάσεις υπάρχει σφάλμα παράλλαξης, αφού ο φωτογράφος καδράρει και εστιάζει από τον πάνω φακό αλλά η η εικόνα καταγράφεται από τον κάτω φακό. Επίσης, οι περισσότερες TLR δεν έχουν φωτόμετρο, ενώ κάποιες το ενσωματώνουν μεν αλλά πάλι ο φωτογράφος πρέπει να μεταφέρει χειροκίνητα τη μέτρηση από το φωτόμετρο στις ρυθμίσεις του διαφράγματος και του κλείστρου.
Υπάρχουν δεκάδες TLR από διάφορες εταιρείες, ευρωπαϊκές, γιαπωνέζικες και αμερικάνικες, και κάποιος μπορεί να τις βρει εύκολα, δίνοντας από 30 ευρώ (για μια απλή γερμανική/τσέχικη του 1940) μέχρι 150 ευρώ (για μια καλή γερμανική/γιαπωνέζικη του 1960), ενώ οι κορυφαίες Rolleiflex φτάνουν και στα 1000 ευρώ. Αυτό που αλλάζει σε αυτό το φάσμα των τιμών είναι (φυσικά) ο φακός, η εργονομία και το θαμπόγυαλο. Οι πιο παλιές, φτηνές TLR είχαν αρκετά σκοτεινά θαμπόγυαλα, κάτι που δεν θα ενοχλήσει σε εξωτερικούς χώρους με άπλετο φως αλλά θα είναι μεγάλο πρόβλημα σε κοντινές λήψεις (πορτραίτα) και σε καταστάσεις χαμηλού φωτισμού. Εκεί είναι που ξεχωρίζουν οι Rolleiflex και οι Mamiya C220/C330 που, όντας μηχανές σχεδιασμένες για επαγγελματίες, έχουν πολύ πιο ποιοτικά θαμπόγυαλα. Παρ’όλα αυτά, τα φτηνά μοντέλα του 1940 μπορούν ν’αποτελέσουν μια εξαίσια επιλογή για την εισαγωγή στο 6x6 και στις TLR, χωρίς να ανοίξουν μεγάλη τρύπα στην τσέπη, ενώ η μεγάλη τους διαθεσιμότητα (στο ebay και αλλού) τα καθιστά εύκολα προσβάσιμα.
Καλές επιλογές σε TLR είναι η Yashica A, η Yashica D, η Yashica 635,η Flexaret V (και τα μετέπειτα μοντέλα), οι Ricohflex, οι Minolta Autocord. Αυτές μπορούν ν’αποκτηθούν και με λιγότερα από 100 ευρώ. Υπάρχουν ακόμα δεκάδες εταιρείες που κυκλοφόρησαν TLR στις δεκαετίες του '50 και του '60, που κυκλοφορούν πολύ φτηνά και αξίζουν ως "εισαγωγή" στις TLR. Επόμενο βήμα είναι οι Rolleicord (καλύτερα τα μοντέλα V, Va, Vb), η Yashica-Mat 124G, η Mamiya C220 (όλη η σειρά C γενικά). Τέλος, στην κορυφή βρίσκονται οι Rolleiflex, με εξαιρετική κατασκευή, εξαιρετικούς φακούς, υψηλή τιμή (400-1000 ευρώ ανάλογα το μοντέλο), αλλά και αντίστοιχα υψηλή πιθανότητα μεταπώλησης στην ίδια τιμή.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε στη Mamiya C (C3, C33, C22, C220, C330), που είναι η μόνη διοπτική μηχανή η οποία έχει εναλλάξιμους φακούς. Για να το καταφέρει αυτό, χρησιμοποιεί ένα σύστημα εστίασης με φυσούνα, που την καθιστά εξαιρετική για κοντινά πλάνα (πάντα λαμβάνοντας υπόψη το σφάλμα παράλλαξης), ενώ οι Mamiya φακοί είναι ξακουστοί για το γράψιμό τους. Ταυτόχρονα όμως, επειδή προοριζότανε για στουντιακή χρήση, είναι αρκετά πιο βαριά και ογκώδης από όλες τις υπόλοιπες TLR.
Τα γενικά tips για μια αγορά TLR δεν διαφέρουν πολύ από τις υπόλοιπες μηχανές. Το σημαντικό είναι ο φακός να λειτουργεί σε όλες τις ταχύτητες και η μηχανή να μοιάζει καλοδιατηρημένη. Δεδομένου ότι όλες αυτές οι μηχανές ήταν αρκετά απλές στην κατασκευή, συνήθως αντέχουν χωρίς πρόβλημα τη δοκιμασία του χρόνου. Το επόμενο σημαντικό είναι το θαμπόγυαλο, να είναι καθαρό και όσο πιο φωτεινό γίνεται. Γενικά προτείνεται η αγορά μιας πολύ φτηνής TLR για την εξοικείωση με το φορμά και τον τρόπο λειτουργίας, και μετά η μεταπήδηση σε κάποιο πιο ακριβό μοντέλο. Όταν με 50 ευρώ μπορεί κάποιος να βρει δεκάδες επιλογές στο ebay, που για όλες υπάρχουν αρκετές πληροφορίες στο διαδίκτυο, το πρώτο βήμα είναι πολύ εύκολο.
SLR μεσαίου φορμά
Οι SLR στο μεσαίο φορμά διαφέρουν αρκετά από τις SLR στο μικρό φορμά. Λόγω της χρήσης για την οποία προορίζονταν, αλλά και του διαφορετικού σχεδιασμού λόγω μεγέθους καρέ, οι medium format SLRs είναι βασισμένες πάνω στο κουτί του καθρέπτη (mirror box), όπου μετά «κουμπώνουν» πλάτη, φακός, πρίσμα,, πρίσμα με φωτόμετρο, grip. Ο φωτογράφος έχει τη δυνατότητα να αλλάζει το στήσιμο της κάμεράς του ανάλογα τη χρήση – μπορεί να χρησιμοποιήσει σκέτο θαμπόγυαλο (όπως στις TLR), είτε να βάλει πρίσμα και να βλέπει την εικόνα κανονικά, μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές πλάτες με φιλμ και να αλλάζει το φιλμ χωρίς να το έχει τελειώσει πρώτα, μπορεί να αλλάζει φορμά (από 6x6 σε 6x4.5) απλά αλλάζοντας την πλάτη, και διάφορα τέτοια. Οι SLR, όπως είναι φυσικό, κυριάρχησαν στα στούντιο, όπου ο φωτογράφος είχε ανάγκη να βλέπει με ακρίβεια αυτό που θα βγει, ενώ χρειαζότανε και διαφορετικούς φακούς, διαφορετικά φιλμ, πλάτες polaroid, κλπ.
Το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο μυαλό όταν λέμε SLR μεσαίου φορμά είναι η Hasselblad, και αυτό δεν είναι τυχαίο. Η σουηδική εταιρεία είναι αυτή που πρακτικά εφηύρε τις SLR μεσαίου φορμά, με εξαιρετικά προϊόντα και συνεργασία με την Carl Zeiss για τους φακούς. Η Hasselblad 500C/M είναι μια μηχανή που όλοι ονειρεύονται να αποκτήσουν, και στην πραγματικότητα δεν είναι πια τόσο ακριβή, αφού μπορεί κάποιος να τη βρει στα 800-1000 ευρώ με τον Carl Zeiss Planar 80mm/f2.8. Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες επιλογές, αρκετά φτηνότερες, όπως η Bronica SQ-A, που κυκλοφορεί στα 300-400 ευρώ (με τον Zenzanon 80mm/f2.8) και η Kiev 88, που είναι η μόνη ρώσικη κάμερα που θ’αναφέρουμε στο άρθρο αυτό. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή με τις ρώσικες και ανατολικογερμανικές μηχανές του ’70-’80, διότι η ποιότητα κατασκευής τους δεν είχε ποτέ σταθερότητα. Έτσι, θεωρούμε πως η μόνη άξια λόγου είναι η Kiev 88 είτε με την ένδειξη Hartblei είτε με το όνομα Arax 88, που πρόκειται για μηχανές οι οποίες έχουν ανακατασκευαστεί, και τιμούνται από 150 μέχρι 300 ευρώ (χωρίς φακό).
Πέρα όμως από το 6x6, στις SLR υπάρχει και πληθώρα μηχανών με μέγεθος καρέ 6x7. Η κορυφαία όσον αφορά τη σχέση τιμής/απόδοσης είναι η Mamiya RB67, άλλη μια στουντιακή μηχανή με ενσωματωμένη φυσούνα από τη Mamiya, αυτή τη φορά σε σχεδίαση SLR, που μπορεί κάποιος να βρει εύκολα με 200-300 ευρώ παρέα με τον κιτ φακό (συνήθως 127mm/f3.8 ή 90mm/f3.8). H RB67 είναι εκπληκτική μηχανή, αλλά είναι αρκετά ογκώδης και βαριά ώστε να καθίσταται απαγορευτική για πολύωρες εξωτερικές λήψεις χωρίς τρίποδο. Πιο εύκολες λύσεις για το 6x7 είναι η Bronica GS-1 (δυστυχώς λίγο σπάνια σε σχέση με την SQ-A) και η κορυφαία Pentax 67, που είναι η μόνη medium format SLR (πέραν των ρώσικων Pentacon Six και Kiev 60) η οποία έχει την κλασσική SLR σχεδίαση που έχουμε συνηθίσει από τις μικρές SLR μηχανές. Αυτές οι δύο μηχανές συνηθως κοστίζουν πάνω από 400-500 ευρώ, παρέα με τον φακό τους.
Τέλος, υπάρχουν και οι πολύ μικρότερες SLR μηχανές του 6x4.5, κυρίως οι Pentax 645, Mamiya 645 και Bronica ETR-S. Το μικρότερο μέγεθος καρέ επιτρέπει για μικρότερη σχεδίαση, και αυτές οι μηχανές είναι ιδανικές για ταξίδια. Επιπλέον, είναι από τις λίγες περιπτώσεις μηχανών μεσαίου φορμά όπου υπάρχει αυτόματη εστίαση (η Pentax 645N και η Mamiya 645AF). Οι μηχανές 6x4.5 συνήθως έχουν ενσωματωμένο γκριπ και κυκλοφορούν με το πρίσμα, αφού (λόγω μικρότερου βάρους και μεγέθους) προορίζονται για χρήση ανάλογη μιας μικρής SLR. Σχεδόν πάντα έχουν ενσωματωμένο φωτόμετρο με δυνατότητα Aperture Priority. Τα non-AF μοντέλα τιμούνται 200-300 ευρώ, αλλά τα μοντέλα με αυτόματη εστίαση είναι αρκετά πιο ακριβά. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για το φορμά 6x4.5, αυτές οι μηχανές είναι εξαιρετικές, εύκολες και γρήγορες.
όλες οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες με τη Bronica SQ-A
Personal Note περί 6x4.5, Μάρτιος 2014
Στις αρχές του 2014 έτυχε να χρησιμοποιήσω λίγο το 6x4.5 φορμά, με μια Pentax 645N. Θεωρώ ότι το 6x4.5 είναι το καλύτερο "συμβιβαστικό" φορμά μεταξύ της ευκολίας του 35mm και της ανώτερης ποιότητας του μεσαίου φορμά. Οι μηχανές 6x4.5 κυκλοφόρησαν κυρίως από το 1980 και μετά, οπότε ενσωματώνουν όλες τις καινούριες τεχνολογίες που οι παλιότερες μηχανές μεσαίου φορμά δεν έχουν. Μια Pentax 645N έχει αυτόματη εστίαση, Matrix, center-weighted και spot φωτομέτρηση, Program, Aperture-priority και Shutter-priority mode, 16 καρέ ανά φιλμ, 4:3 φορμά. Λειτουργεί, δηλαδή, όπως μια κοινή 35mm SLR της δεκαετίας του ’80 αλλά παρέχει ποιότητα μεσαίου φορμά. Μια «σκέτη» Pentax 645 απλά δεν έχει αυτόματη εστίαση (και κοστίζει τα μισά χρήματα) - στο ίδιο οικονομικό μοτίβο κινούνται και οι Mamiya 645, Bronica ETR-S. Επίσης, μια μηχανή 6x4.5 κουβαλιέται ευκολότερα, αφού το μέγεθος της μηχανής και τον φακών είναι αρκετά μικρότερο.
Επειδή, δε, αυτές οι SLR 6x4.5 χρησιμοποιήθηκαν πολύ από επαγγελματίες (γάμοι, στούντιο, κλπ) την εποχή που εμφανίστηκαν, κυκλοφορούν σήμερα σε μεγάλο αριθμό και σε χαμηλές τιμές στην αγορά των μεταχειρισμένων. Μπορεί το φορμά τους να ακούγεται μικρό, αλλά στην πραγματικότητα η διαφορά από το 35mm είναι σημαντικά μεγάλη, και μια ημι-αυτόματη 6x4.5 SLR θα επιτρέψει σε ένα νέο χρήστη να χαρεί το μεσαίο φορμά χωρίς να «ταλαιπωρηθεί» από την παλαιότητα του εξοπλισμού.
τα πορτραίτα είναι τραβηγμένα με την Pentax 645N και τον 75mm/f2.8 φακό
Τηλεμετρικές μεσαίου φορμά
Στην κορυφή των φωτογραφικών μηχανών μεσαίου φορμά βρίσκονται, ως συνήθως, οι τηλεμετρικές μηχανές. Τα πλεονεκτήματά τους είναι τα ίδια που αναφέρονται και στις τηλεμετρικές μηχανές μικρού φορμά, με τη διαφορά ότι οι φακοί πλέον δεν είναι τόσο φωτεινοί.
Βασιλιάς των τηλεμετρικών μηχανών είναι η Mamiya 7, που τραβάει 10 καρέ 6x7, έχει εξαιρετικούς φακούς, αθόρυβη λειτουργία, προτεραιότητα διαφράγματος αλλά και πλήρεις manual ρυθμίσεις, και κοστίζει 1000-1500 ευρώ. Υπάρχει και το αδερφάκι της για 6x6, η Mamiya 6, σχετικά πιο φτηνή. H άλλη εταιρεία που έχει σημαντική παρουσία στις τηλεμετρικές μηχανές είναι η Fujifilm, με τις Fuji GW670, Fuji GW690, Fuji GSW690. Οι συγκεκριμένες μηχανές έχουν σταθερούς φακούς (90mm/f3.5 για τις GW - κανονικό εστιακό μήκος - και 65mm/f5.6 για τις GSW - ευρυγώνιο εστιακό μήκος) , ενώ στο όνομά τους φαίνεται και τι καρέ τραβάνε – 6x7 η 670 και 6x9 η 690. Η έλλειψη δυνατότητας αλλαγής φακών κρατάει την κατασκευή τους απλή και την τιμή τους χαμηλή – η GW690 κυκλοφορεί στα 300-400 ευρώ – και οι Fujinon φακοί θεωρούνται από τους κορυφαίους στον κόσμο. Παρ’όλα αυτά πρέπει να έχουμε στο νου μας το μέγεθος των συγκεκριμένων μηχανών, που φαντάζουν γίγαντες δίπλα σε μια Leica. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το 6x9 καρέ της GW690 είναι 6 φορές μεγαλύτερο από το 35mm καρέ της Leica.
Τηλεμετρικές όμως υπάρχουν και στο φορμά 6x4.5. Η Fujifilm, συνεχίζοντας την παράδοση των τηλεμετρικών, κυκλοφόρησε μια ολόκληρη οικογένεια από «μικρές» τηλεμετρικές μηχανές με σταθερούς φακούς, τις Fuji GA και Fuji GS, που οι περισσότερες έχουν αυτόματη εστίαση, μια έχει και ζουμ φακό (η GA645zi), μια έχει εστίαση ζώνης (η GS645W) και δυο έχουν κανονική χειροκίνητη τηλεμετρική εστίαση (οι GS645 και GS645s). Οι φακοί σε αυτές τις μηχανές (πλην του ζουμ) ήταν από 45mm μέχρι 75mm, δηλαδή από ευρυγώνιο μέχρι κανονικό εστιακό μήκος. Η άλλη επιλογή στις μικρές τηλεμετρικές είναι η Bronica RF 645, μια εξαίρετη τηλεμετρική μηχανή με εναλλάξιμους φακούς, που ενώ έχει σχετικά χαμηλή τιμή (για τηλεμετρική μεσαίου φορμά), δεν κυκλοφορεί πολύ στην αγορά των μεταχειρισμένων.
όλες οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες με τη Fuji GW690III
Τι φορμά και τι είδους μηχανή επιλέγω;
Αυτό εξαρτάται από τρία πράγματα: το μπάτζετ, το βάρος που είμαστε διατεθειμένοι να κουβαλήσουμε και το είδος της φωτογραφίας που ενδιαφερόμαστε να κάνουμε. Οι TLR είναι ωραίες και μικρές κάμερες, είναι αθόρυβες, κουβαλιούνται εύκολα και μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα (πορτραίτα, τοπία), αλλά είναι «δεμένες» στο τετράγωνο φορμά και στο «κανονικό» εστιακό μήκος, ενώ επίσης θέλουν περισσότερο χρόνο προσαρμογής από τις SLR. Από την άλλη, μπορούν να βρεθούν σε πολύ χαμηλές τιμές και είναι μια πολύ καλή εισαγωγή στο μεσαίο φορμά. Οι φυσουνάτες είναι πολύ ελαφριές και πολύ φτηνές μηχανές είτε για «παιχνίδι», αφού δεν μπορείς να εστιάσεις αξιόπιστα, είτε για τοπία (όπου η εστίαση δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο). Οι τηλεμετρικές είναι συνήθως πολύ ακριβές για εισαγωγικές μηχανές στο μεσαίο φορμά. Οι SLR μπορούν να τα κάνουν όλα: δουλεύουν είτε με πρίσμα, είτε με θαμπόγυαλο, έχουν εναλλάξιμους φακούς, υπάρχουν σε διαφορετικά φορμά (6x4.5, 6x6, 6x7). Μπορούν να κάνουν τοπίο και πορτραίτο χωρίς πρόβλημα, ενώ σου επιτρέπουν να δεις το καρέ ακριβώς όπως θα βγει. Ταυτόχρονα όμως είναι πιο ογκώδεις από τις υπόλοιπες, πιο βαριές, πιο θορυβώδεις (λόγω του κινούμενου καθρέπτη) και η τιμή τους αυξάνεται όσο «χτίζεται» το σύστημα (έξτρα φακοί και άλλα περιφερειακά).
Ένας νέος χρήστης μπορεί να δοκιμάσει το μεσαίο φορμά με μια TLR, που δεν κοστίζει πολύ και μπορεί να δώσει μια διαφορετική οπτική στη φωτογραφία (λόγω του διαφορετικού τρόπου χρήσης/καδραρίσματος). Αργότερα, και εφόσον έχει «νιώσει» λίγο τι είναι το μεσαίο φορμά, τι διαφορές έχει σε σχέση με το 35mm, αν τον βολεύει το τετράγωνο κάδρο ή όχι, που το χρησιμοποιεί περισσότερο και πως θέλει να προχωρήσει, οι επιλογές γίνονται πιο εύκολες. Μια SLR μπορεί να κάνει τα πάντα, σε όλα τα πιθανά κάδρα, αλλά προσθέτει όγκο, βάρος, κόστος. Μια τηλεμετρική μπορεί να κάνει τα πάντα χωρίς όγκο και βάρος αλλά με πολύ μεγαλύτερο κόστος. Τέλος, μια φυσουνάτη είναι ιδανική για ηλιόλουστες μέρες και τοπία, και μπορεί να χωρέσει παντού και να συνοδεύσει τις υπόλοιπες μηχανές ως «δεύτερο βιολί».
Από πού αγοράζω;
Ισχύουν τα ίδια που αναφέραμε στο τέλος της αντίστοιχης ενότητας για 35mm SLR. Υπάρχουν τα ειδικευμένα μαγαζιά στο κέντρο της Αθήνας, τα online shops του εξωτερικού, και το το ebay. Ισχύουν οι ίδιες συμβουλές, με περισσότερη προσοχή, και ακόμα περισσότερη έρευνα. Οι δημοφιλείς μηχανές μεσαίου φορμά έχουν πολλές σελίδες αφιερωμένες στην ιστορία και τη λειτουργία τους, οπότε επιβάλλεται η σχετική έρευνα αγοράς.